ἀναλύοντας

ἀναλύοντας
ἀναλύω
cause to wander
pres part act masc acc pl (epic)
ἀναλύ̱οντας , ἀναλύω
cause to wander
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μπαλζάκ, Ονορέ ντε- — (Honore de Balzac, Τουρ 1799 – Παρίσι 1850). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Ένα τεράστιο σώμα, ένα κεφάλι μεγάλο, πόδια πολύ μικρά, χέρια πολύ κοντά: αυτός ο γιγάντιος και άμορφος άνθρωπος έγραψε, μέσα σε είκοσι χρόνια, κάπου ενενήντα μυθιστορήματα,… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • χρονοφωτογραφώ — έω, Ν [χρονοφωτογράφος] φωτογραφώ τις κινήσεις αναλύοντάς τις σε ίσα και μικρά χρονικά διαστήματα …   Dictionary of Greek

  • Βαλρά, Λεόν — (Léon Walras, Εβρέ, Ερ 1834 – Κλαρέν, Λοζάνη 1910). Γάλλος οικονομολόγος. Καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο Λοζάνης (1870 92) –δεν μπόρεσε ποτέ να διδάξει στη Γαλλία εξαιτίας της εχθρότητας προς τις ιδέες του των Γάλλων… …   Dictionary of Greek

  • Γιάκομπσον, Ρόμαν — (Roman Jacobson, 1896 – 1982). Ρώσος γλωσσολόγος. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, εργάστηκε ως διερμηνέας και υπό την επίδραση των θεωριών του Σοσίρ στράφηκε στη γλωσσολογία και ιδιαίτερα στη γλωσσική ανάλυση της ποίησης. Αφού… …   Dictionary of Greek

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

  • Λούκατς, Γκεόργκι — (Gyorgy Lukαcs, Βουδαπέστη 1885 – 1971). Ούγγρος φιλόσοφος και κριτικός της λογοτεχνίας. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Βουδαπέστης, του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. Έχοντας ξεκινήσει από τις θέσεις του ντεκανταντισμού (Η ψυχή και η μορφή,… …   Dictionary of Greek

  • Μάθισεν, Φράνσις Ότο — (Francis Otto Matthiessen, Πασαντίνα, Καλιφόρνια 1902 – Βοστόνη 1950). Αμερικανός κριτικός της λογοτεχνίας και πανεπιστημιακός. Υπήρξε καθηγητής της αγγλικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ (1929 50). Επηρεασμένος από το Βέρνον Λιούις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”